αποτριχώνω

αποτριχώνω
[-ω (ο)] μετ. лишать волос, делать лысым; удалять волосы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποτριχώνω" в других словарях:

  • αποτριχώνω — αποτριχώνω, αποτρίχωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποτριχώνω — (Μ ἀποτριχῶ, όω) αποσπώ τις τρίχες …   Dictionary of Greek

  • αποτριχώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βγάζω τις τρίχες, αποψιλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτρίχωση — η η αφαίρεση των τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτριχώνω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. epilation] …   Dictionary of Greek

  • εκτριχώ — ἐκτριχῶ ( όω) (Α) αφαιρώ τις τρίχες, αποτριχώνω …   Dictionary of Greek

  • τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… …   Dictionary of Greek

  • αποψιλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αποτριχώνω (βλ. λ.). 2. καταστρέφω δεντρόφυτη έκταση: Από τις συνεχείς πυρκαγιές μεγάλες περιοχές της χώρας μας έχουν αποψιλωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»